γύψωμα — το [γυψώνω] η γύψωση … Dictionary of Greek
γύψωμα — το 1. η επίδεση σπασμένου ή εξαρθρωμένου μέλους του σώματος με γύψο, για να μείνει ακίνητο. 2. επάλειψη με γύψο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)